- χαρόντισσα
- η, Νη σύζυγος τού χάροντα («γιατί δειπνάει ο χάροντας με τη χαρόντισσά του», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < χάροντας + κατάλ. -ισσα (πρβλ. βασίλ-ισσα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτάκουστος — η, ο, Ν 1. (με θετική σημ.) αυτός που για πρώτη φορά ακούγεται ή αυτός που ακούστηκε μόλις πριν από λίγο («με μιας τραγούδι ουράνιο πρωτάκουστο, δροσάτο / το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά», Βαλαωρ.) 2. (κατ επέκτ.) πρωτοφανής, εκπληκτικός,… … Dictionary of Greek